Ο Γερμενής
Συνεχίζω με τις λέξεις του George αν και η καλύτερή μου θα ήταν να μου έλεγε να παίξουμε τάβλι. Εκεί μπορώ να κλέψω στα ζάρια και στο μέτρημα. Το πρόβλημα είναι ό,τι τόσα χρόνια στο εξωτερικό έχω λίγο ή πολύ ξεχάσει τα Ελληνικά και δεν ξέρω εάν χρησιμοποίησα σωστά τις λέξεις...
Στα ζάρια της ζωής και στο μέτρημα των χρόνων του ποτέ δεν μπόρεσε να κλέψει ο Γερμενής.
Τις εξάρες δεν τις έφερε ποτέ γιατί δεν έκανε καμία προσπάθεια. Η ζωή του, ήταν κολλημένη στο ασσόδυο, στα βάσανα, στις έννοιες, στην ατυχία και στη μιζέρια.
Ξανθός, γαλανομάτης και ομορφάντρας στα νιάτα του αλλά γυναικάς και ρέμπελος αγάπησε την μικρή κόρη του παπά του χωριού. Η πρώτη, είχε κλεφτεί με έναν Ιταλό και της δεύτερης ο παπάς, πρόσεχε το κάθε της βήμα, αλλά πάντα έβρισκαν κάποιο τρόπο να βλέπονται οι ερωτευμένοι.
Τρεις αδερφές μεγαλύτερες έπρεπε πρώτα να παντρέψουν η μάνα του και ο πατέρας του από τον κόπο τους και τον μόχθο τους στα χτήματα. Η μεγαλύτερη, εκ γεννετής ανάπηρη, μπόρεσε να βγάλει το δημοτικό του χωριού, το γυμνάσιο στο κεφαλοχώρι και να σπουδάσει. Η μόνη γυναίκα την εποχή εκείνη στη σχολή που πήγε. Η δεύτερη, καλοπαντρεύτηκε με έναν δάσκαλο και η τρίτη με έναν χτηματία...έκαναν οικογένειες, παιδιά, λεφτά και σκόρπισαν σε πέντε κοντινούς ανέμους.
Ο Γερμενής, ζούσε το ταξίδι του ονείρου του και του έρωτά του για την μικρή με τα φτερά της ψυχής του και της καρδιάς του, καλπάζοντας στα μονοπάτια του χωριού, στα πατρικά χωράφια και στη θάλασσα.
Η οικογένεια και η τιμή του παπά, ήταν στιγματισμένη από την τολμηρή πράξη της μεγάλης και γι' αυτό όταν η οικογένεια του Γερμενή πήγε να ζητήσουν την μικρή ο παπάς δέχτηκε αμέσως. Τα στέφανα άνθισαν στα μαλλιά των ερωτευμένων και οι βέρες έλαμψαν στα δάχτυλα αλλά μαζί με αυτές φούντωσαν και οι απαιτήσεις της παπαδοπούλας και η ζήλια για τις κουνιάδες της! Ο Γερμενής, δεν είχε σκοπό να δουλέψει όμως μόνιμα πουθενά! Μόνο δουλειές του ποδαριού. Ήταν αναίσθητος, γλετζές, στις φλέβες του έτρεχε το κρασί, η γυναικεία γεύση... Γκρίνια, μιζέρια, φωτιά και κόλαση η ζωή του μαζί με τα δύο παιδιά που ήρθαν.
Τα πατρικά χτήματα τα άφησε ακαλλιέργητα, μετά τα πούλησε, την προίκα της γυναίκας του την σπατάλησε άσκοπα.
Ο έρωτας ηφαίστειο που τον είχε πνίξει για την παπαδοπούλα έγινε αδυσώπητος, σκληρός, μαχαίρι ακονισμένο να τον σφάξει. Η γυναίκα του ήταν το φαρμάκι του, ο εχθρός του, ο γκρεμός του.
Τα χρόνια περνούσαν και ο Γερμενής δεν άλλαξε ποτέ. Στο σπίτι του, μάζευε το σώμα του, τα φτερά του, τον ίσκιο του μέσα στην σιωπή του μπροστά στην γκρίνια της γυναίκας του.
Τους μήνες που εκείνη πήγαινε στα παιδιά τους για να ζήσει, και αυτός ήταν μόνος στο άδειο και μεγάλο σπίτι, άνοιγε το μικρό ξύλινο μπαούλο με τις ξεχασμένες αναμνήσεις της νιότης του και τα λίγα κιτρινιασμένα γράμματα που είχε πάρει από την μικρή παπαδοπούλα. Μέσα στους λυγμούς που συνόδευαν τα δάκρυά του αναπολούσε την εφηβική μορφή της και τα όνειρά τους! Ο φθοροποιός χρόνος, μπορεί να είχε γεράσει το κορμί του αλλά όχι τις αναμνήσεις του που τον μετέφεραν μακρυά τότε που ερωτευμένος μαζί της γύρευε το σώμα της, που τους έδενε η φωτιά, που διαβαίνανε όνειρα, που κάλπαζε στον κάμπο ή στον γυαλό με μαυρισμένο κορμί, ανοιχτό πουκάμισο, με τα ξανθά μαλλιά του να χρυσαφίζουν στον ήλιο και λιθοβολούσε για χάρη της την θάλασσα..
Προσκαλώ λοιπόν στο παιχνίδι των λέξεων τους:
Ονειρομαγειρεματα με θεα, Vita K, exilion, spirit, νερίνα, takis, με τις λέξεις: λιωμένο, φτερούγα, χασάπικο, ξενιτιά, τρίμματα, κάρβουνο.
Στα ζάρια της ζωής και στο μέτρημα των χρόνων του ποτέ δεν μπόρεσε να κλέψει ο Γερμενής.
Τις εξάρες δεν τις έφερε ποτέ γιατί δεν έκανε καμία προσπάθεια. Η ζωή του, ήταν κολλημένη στο ασσόδυο, στα βάσανα, στις έννοιες, στην ατυχία και στη μιζέρια.
Ξανθός, γαλανομάτης και ομορφάντρας στα νιάτα του αλλά γυναικάς και ρέμπελος αγάπησε την μικρή κόρη του παπά του χωριού. Η πρώτη, είχε κλεφτεί με έναν Ιταλό και της δεύτερης ο παπάς, πρόσεχε το κάθε της βήμα, αλλά πάντα έβρισκαν κάποιο τρόπο να βλέπονται οι ερωτευμένοι.
Τρεις αδερφές μεγαλύτερες έπρεπε πρώτα να παντρέψουν η μάνα του και ο πατέρας του από τον κόπο τους και τον μόχθο τους στα χτήματα. Η μεγαλύτερη, εκ γεννετής ανάπηρη, μπόρεσε να βγάλει το δημοτικό του χωριού, το γυμνάσιο στο κεφαλοχώρι και να σπουδάσει. Η μόνη γυναίκα την εποχή εκείνη στη σχολή που πήγε. Η δεύτερη, καλοπαντρεύτηκε με έναν δάσκαλο και η τρίτη με έναν χτηματία...έκαναν οικογένειες, παιδιά, λεφτά και σκόρπισαν σε πέντε κοντινούς ανέμους.
Ο Γερμενής, ζούσε το ταξίδι του ονείρου του και του έρωτά του για την μικρή με τα φτερά της ψυχής του και της καρδιάς του, καλπάζοντας στα μονοπάτια του χωριού, στα πατρικά χωράφια και στη θάλασσα.
Η οικογένεια και η τιμή του παπά, ήταν στιγματισμένη από την τολμηρή πράξη της μεγάλης και γι' αυτό όταν η οικογένεια του Γερμενή πήγε να ζητήσουν την μικρή ο παπάς δέχτηκε αμέσως. Τα στέφανα άνθισαν στα μαλλιά των ερωτευμένων και οι βέρες έλαμψαν στα δάχτυλα αλλά μαζί με αυτές φούντωσαν και οι απαιτήσεις της παπαδοπούλας και η ζήλια για τις κουνιάδες της! Ο Γερμενής, δεν είχε σκοπό να δουλέψει όμως μόνιμα πουθενά! Μόνο δουλειές του ποδαριού. Ήταν αναίσθητος, γλετζές, στις φλέβες του έτρεχε το κρασί, η γυναικεία γεύση... Γκρίνια, μιζέρια, φωτιά και κόλαση η ζωή του μαζί με τα δύο παιδιά που ήρθαν.
Τα πατρικά χτήματα τα άφησε ακαλλιέργητα, μετά τα πούλησε, την προίκα της γυναίκας του την σπατάλησε άσκοπα.
Ο έρωτας ηφαίστειο που τον είχε πνίξει για την παπαδοπούλα έγινε αδυσώπητος, σκληρός, μαχαίρι ακονισμένο να τον σφάξει. Η γυναίκα του ήταν το φαρμάκι του, ο εχθρός του, ο γκρεμός του.
Τα χρόνια περνούσαν και ο Γερμενής δεν άλλαξε ποτέ. Στο σπίτι του, μάζευε το σώμα του, τα φτερά του, τον ίσκιο του μέσα στην σιωπή του μπροστά στην γκρίνια της γυναίκας του.
Τους μήνες που εκείνη πήγαινε στα παιδιά τους για να ζήσει, και αυτός ήταν μόνος στο άδειο και μεγάλο σπίτι, άνοιγε το μικρό ξύλινο μπαούλο με τις ξεχασμένες αναμνήσεις της νιότης του και τα λίγα κιτρινιασμένα γράμματα που είχε πάρει από την μικρή παπαδοπούλα. Μέσα στους λυγμούς που συνόδευαν τα δάκρυά του αναπολούσε την εφηβική μορφή της και τα όνειρά τους! Ο φθοροποιός χρόνος, μπορεί να είχε γεράσει το κορμί του αλλά όχι τις αναμνήσεις του που τον μετέφεραν μακρυά τότε που ερωτευμένος μαζί της γύρευε το σώμα της, που τους έδενε η φωτιά, που διαβαίνανε όνειρα, που κάλπαζε στον κάμπο ή στον γυαλό με μαυρισμένο κορμί, ανοιχτό πουκάμισο, με τα ξανθά μαλλιά του να χρυσαφίζουν στον ήλιο και λιθοβολούσε για χάρη της την θάλασσα..
Προσκαλώ λοιπόν στο παιχνίδι των λέξεων τους:
Ονειρομαγειρεματα με θεα, Vita K, exilion, spirit, νερίνα, takis, με τις λέξεις: λιωμένο, φτερούγα, χασάπικο, ξενιτιά, τρίμματα, κάρβουνο.
22 Comments:
Όμορφο! Πολύ όμορφο! Σε ευχαριστώ.
George, άλλη φορά εμένα θα μου βάζεις λέξεις όπως μονόπολη, γρινιάρης, φιδάκι, σβούρα ή χαρτιά!
για πάρα πάνω το μυαλό μου δεν είναι!
Πάνω που είχα αποφασίσει να επαναφέρω το μπλογκ μου στη τάξη μου ζητάς να γράψω ένα κείμενο με αυτές τις λέξεις;
Καλή σου μέρα
Hexe!!! ήρθες κι είπες το ξόρκι σου ε;;
σματς!
Α, βλέπω άααλλα κολπάκια. του george ιδέες είναι; Πόσα άλλαξαν 10 ημέρες που έλειψα....
Τώρα καλή μου φίλη τί το ανέφερες το τάβλι; Γι' αυτό είμαι ΕΓΩ.
(30 χρόνια φούρναρης που λένε....)
Ναι, έτσι τις ξεχνάνε τις λέξεις στο εξωτερικό.
Kαλησπέρα Μεθυσμενάκι,
Σε ευχαριστώ για την πρόσκληση.
Επιφυλλάσομαι αναμένοντας...οίστρο
Πολύ όμορφο κείμενο, απεικονίζει την πραγματικότητα της υπαίθρου πολύ ωραία.
Μπράβο, μεθυσμενάκι μου!;) Μια χαρά τη συνέχσες την ιστορία ;) Φιλιάά
@ Νερίνα, και τι ήθελες να σου βάλω; καβουρδισμένο κουνουπίδι;
στο μυαλό μου είχα την ξενιτιά όταν τις έβαλα!
@ Alkyoni, εγώ hexe; εγώ είμαι die unschuld in person.....
@ ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ, όχι δεν είναι του george η ιδέα, κάποιος άλλος έκανε την αρχή..
τάβλι ε; πότε θα παίξουμε; ;αλλά μη μου το φέρεις στο κεφάλι...
@ Ναυαγός, όταν θα με ακούσεις να ρωτάω '' πως το λένε στα Ελληνικά;'' θα καταλάβεις τότε...βρε, μιλάμε βγάζω λέξεις δικιές μου γιατί νομίζω ό,τι υπάρχουν...lol!
@ spirit μου, για πνεύμα σε περάσει και όχι για κεραμιδόγατο...!
@ δείμος, ενός μικρού χωριού, γύρω στο 1920. δικός μου πρόγονος ήταν....
@ renata, λες ε; πάντως, τα παράπονά σας στον George....
Πάντως κάνε μου μια χάρη, μην ξαναθυμηθείς τα ελληνικά που ξέχασες. Αυτά που κράτησες ήταν μάλλον τα καλύτερα.
Και δεν καταλαβαίνω τι έχει το καβουρδισμένο κουνουπίδι.
Ευχαριστώ
και όμως απέδειξες πως είσαι και για αυτές τις λέξεις. Αυτά που αναφέρεις θα κάνουμε συναγωνισμό όταν βρεθούμε κάποτε ίσως απο κοντά.
@ Νερίνα μου, δεν ξέρω τι είναι το καβουρδισμένο κουνουπίδι... εμείς, καπαμά το κάνουμε!
@ George, οκ! θα το δέσω κόμπο...
Κεραμιδόγατο??
Πνεύμα είμαι και σε δύσκολη περίοδο απλά...
Καλημέρα.
δεν είναι για παραπάνω το μυαλό σου;;;;
αν ήταν δηλαδή;
εξαιρετική.
πάλι.
@ spirit, για τον οίστρο το είπα...
@ allmylife, δεν έχει αν και αν...
δεν είναι λέω!
Καλησπέρα
Οι αναμνήσεις δεν γερνάνε
όπως το κορμί
μένουν πάντα νεανικές
το μόνο που τις
παίρνουμε μαζί μας
καλό σου βράδυ
μια χαρα μεθυσμενο μου ...πανεμορφη γραφη...οπωσ παντα αλλωστε
...δεν ειχες αναγκη τις λεξεις
you said
βρε, μιλάμε βγάζω λέξεις δικιές μου γιατί νομίζω ό,τι υπάρχουν...lol!
-------------------------------------------------
Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Το αντίθετο θα έλεγα.
:)
Hello!
Oh! very nice blog and good work, thank you
Have nice wkend
@ Sailor, μόνο να μη μας βρει αλτσχαιμερ καπετάνιε μου γιατί τότε πάνε και αυτές....
@ seva μου σε ευχαριστώ αλλά διαφορετικά βλέπω εγώ την κατάσταση...
@ Ναυαγός, λέω όμως κάτι βλήματα που πέφτει η παρέα κάτω από το τραπέζι...
@ david santos, υπάρχει και το Babel Fish για δύο τρεις λέξεις στα ελληνικά...
Δημοσίευση σχολίου
<< Home